- περιαυγής
- περιαυγήςbeaming round aboutmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαυγής — ές, ΝΑ 1. αυτός που φωτίζει ολόγυρα 2. αυτός που φωτίζεται από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. δι αυγής] … Dictionary of Greek
περιαυγέα — περιαυγής beaming round about neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιαυγής beaming round about masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγέστατον — περιαυγής beaming round about masc acc superl sg περιαυγής beaming round about neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγεῖ — περιαυγέομαι to be surrounded with light pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιαυγής beaming round about masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιαυγής beaming round about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
περιαυγούμαι — έομαι, Α [περιαυγής] περιβάλλομαι από φως, περιαυγάζομαι … Dictionary of Greek
περιαύγεια — ἡ, Α [περιαυγής] διάχυτο φως … Dictionary of Greek